ὠσᾶ

ὠσᾶ
ἀσᾶ , ἀσάω
glut oneself
pres subj act 1st sg (doric aeolic)
ἀσᾶ , ἀσάω
glut oneself
pres ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὦσα — ὠθέω thrust aor ind act 1st sg (epic ionic) ὠθέω thrust aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχρών, -ώσα, -ών — επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεστώς — ώσα, ώς (AM ἐνεστώς, ῶσα, ώς) (μτχ. παρακμ. τού ενίστημι ως ουσ.) χρόνος τού ρήματος που δηλώνει ότι η πράξη γίνεται στο παρόν και διαρκεί …   Dictionary of Greek

  • αποχρών — ώσα, ών βλ. αποχρώ …   Dictionary of Greek

  • προεστώς — ῶσα, ώς, ΜΑ β. προεστός …   Dictionary of Greek

  • τεθνεώς — ῶσα, ός, Α βλ. θνήσκω …   Dictionary of Greek

  • ακριβοπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. πληρώνω κάτι ακριβά: Το ύφασμα αυτό το ακριβοπλήρωσα. 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου: Το λάθος μου εκείνο το ακριβοπλήρωσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροβλασταρώνω — ωσα, ωμένος, αρχίζω να βγάζω βλαστούς στο πάνω μέρος: Τα περισσότερα νιόφυτα είχαν ακροβλασταρώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι άκυρο, καταργώ: Η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε και θα ξαναγίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βλ. ξαλαφρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”